- σαμάρι
- Ημιορεινός οικισμός (117 κάτ., υψόμ. 290 μ.), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σωτήρας.
* * *το, Ν1. εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη τών υποζυγίων και χρησιμεύει ως κάθισμα τού αναβάτη ή για στερέωση τών φορτίων, το σάγμα2. μτφ. γωνιώδης κορυφή οποιασδήποτε εδαφικής πτυχής ή μαντρότοιχου που έχει σχήμα γωνίας και παρουσιάζει κλίση και προς τις δύο πλευρές και, γενικά, καθετί που έχει το σχήμα τού παραπάνω εξαρτήματος3. παροιμ. «όποιος δεν μπορεί να δείρει τον γάιδαρο δέρνει το σαμάρι»i) λέγεται για εκείνους που τιμωρούν τους αδύνατους, οι οποίοι δεν τούς έφταιξαν, για όσα έχουν υποστεί από τους ισχυρούςii) λέγεται για εκείνους που επιρρίπτουν τις ευθύνες στους αδύναμους και αθώους και όχι στους πραγματικούς ενόχους, τους ισχυρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. σαμάρι < σαγμάριον, υποκορ. τού σάγμα «σαμάρι», ενώ, κατ' άλλη άποψη, < λατ. sagmarius «υποζύγιο», sagmarium «φορτίο πάνω στο σαμάρι», κατ' επίδραση τού σάγμα].
Dictionary of Greek. 2013.